- γενεσιαρχικός
- γενεσι-αρχικός, ή, ον,A = γενεαρχικός, χωρία Just.Nov.21.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γενεσιαρχικός — γενεσιαρχικός, ή, όν (Μ) ο πατρογονικός … Dictionary of Greek
γενεσιαρχικοῖς — γενεσιαρχικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)